Τιρόλο

Τιρόλο
(Tirol). Ομόσπονδο κράτος (Bundesland) της κεντροδυτικής Αυστρίας, που αποτελείται από δύο εδάφη που χωρίζονται καθαρά μεταξύ τους από το νοτιοδυτικό Σάλτσμπουργκ. Έχει συνολική έκταση 12.647 τ. χλμ. και πληθυσμό 619.567 κατ.· πρωτεύουσα είναι το ‘Ινσμπρουκ. Συνορεύει με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα Β, με την Ιταλία στα Δ και στα Ν και ορίζεται από τα ομόσπονδα αυστριακά κράτη Φόραλμπεργκ, Σάλτσμπουργκ και Καρινθία. To T. είναι η πιο ορεινή περιοχή της Αυστρίας. Κυριότερα ορεινά συγκροτήματα είναι τα: Αλγάιες Άλπεις, Λεχτάλιες Άλπεις, Όρη Βέτερσταιν και Καρβέντελ στα Β του Iν, Σιλβρέτα, Αίτσταλιες Άλπας, Στουβαϊέριες Άλπεις, Τουξέριες Άλπεις, Τσιλερτάλιες Άλπεις και Κιτσβιλέριες Άλπεις στα Ν του Iv και Πουστερικές Άλπεις στο ανατολικό Τ. Σημαντικότεροι ποταμοί είναι ο Iv με τους παραποτάμους του (Τρισάνα, Ροσάνα, Έτσταλερ Άχε, Ρουτζ Σιλ, Τσίλερ), ο Δράβος με τον παραπόταμό του Ίζελ και ο Λεχ, που εκβάλλει στον Δούναβη. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό με δροσερά καλοκαίρια, χειμώνες αρκετά ψυχρούς και άφθονες βροχοπτώσεις, ιδιαίτερα στις ψηλότερες ζώνες που έχουν αλπικό κλίμα. Η οικονομία του Τ. βασίζεται στην κτηνοτροφία, στη γεωργία (πατάτες, δημητριακά, κτηνοτροφές), στην εκμετάλλευση των δασών και του υπεδάφους (ορυκτό άλας), στη βιομηχανία (ειδών διατροφής, υφαντουργίας, ξυλείας) και στον τουρισμό. Κυριότερες πόλεις, εκτός από την πρωτεύουσα, είναι: η Λάντεκ, σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, η Σόλμπαντ Χαλ, παλαιά και ωραία πόλη, πλούσια σε ιστορικά και καλλιτεχνικά μνημεία και περίφημος ιαματικός σταθμός, η Σβατς, παλαιό μεταλλειολογικό κέντρο, περίφημο για τα θρησκευτικά του και μη κτίρια, μεταξύ των οποίων οι γοτθικοί ναοί της Παναγίας και των Φραγκισκανών, και η Κούφσταϊν, κλιματικός σταθμός στα σύνορα με τη Γερμανία, στην οποία δεσπόζει ο μεγαλοπρεπής πύργος του 16ου αι., όλες επί του Ιν· η Κιτσμπίχελ, πασίγνωστος σταθμός χειμερινών σπορ στους πρόποδες των ομώνυμων Άλπεων, και τέλος το Λιντς, στο ανατολικό T., ρωμαϊκής προέλευσης, που βρίσκεται στη συμβολή του Ίζελ στον Δράβο. Πολυάριθμα είναι εξάλλου τα τουριστικά κέντρα, θερινά και χειμερινά. Το Όμπεργκουκλ, χειμερινό κέντρο τουρισμού στο Τιρολό. Στην Αυστρία είναι πολύ διαδεδομένα τα χειμερινά αθλήματα και ιδιαίτερα οι παγοδρομίες στις οποίες επιδίδονται Αυστριακοί κάθε ηλικίας. Λάντις, τουριστικό θέρετρο στο Τίρολο (Αυστρία). Αεροφωτογραφία χιονοδρομικού κέντρου, Τίρολο (Αυστρία), όπου διεξάχθη ο 10ος αγώνας γλυπτικής στον πάγο (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Λεοπόλδος — I (Leopold). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας, από τον οίκο των Αψβούργων. 1. Λ. A’ (Βιέννη 1640 – 1705). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1658 1705). Ήταν δευτερότοκος γιος… …   Dictionary of Greek

  • Τιρολέζος — ο, θηλ. Τιρολέζα, Ν [Τιρόλο] 1. κάτοικος τού Τιρόλου 2. αυτός που κατάγεται από το Τιρόλο …   Dictionary of Greek

  • λέντλερ — (Ländler). Λαϊκός βαυαρικός και αυστριακός χορός, σε τρεις χρόνους, συχνά τραγουδιστός, το όνομα του οποίου προέρχεται από τη λέξη Land (= χώρα). Πρόκειται για παραδοσιακό χορό που εξακολουθεί να χορεύεται στο Τιρόλο της Αυστρίας, σε εορταστικές… …   Dictionary of Greek

  • Ραιτία — Ρωμαϊκή επαρχία των Άλπεων, που περιλαμβάνει το σημερινό Τιρόλο και μέρος της Βαυαρίας και της Ελβετίας. Λεγόταν και Ραιτική. Ως χώρα δεν αναφέρεται πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Η κατάκτηση πραγματοποιήθηκε από τον Δρούσο και τον Τιβέριο, μετά… …   Dictionary of Greek

  • καμπτονίτης — Πυριγενές πέτρωμα που βρίσκεται με τη μορφή φλεβών και ανήκει στην οικογένεια των λαμπροφύτων. Αποτελείται κυρίως από συμπαγή ή λεπτόκοκκη θεμελιώδη μάζα (από πλαγιόκλαστο και μικρολίθους αμφιβολίτη και αυγίτη) και φαινοκρυστάλλους βιοτίτη,… …   Dictionary of Greek

  • κλινόχλωρο — Ορυκτό, πολυπυριτικό άλας της ομάδας των χλωριτών με χημικό τύπο (Mg,Fe,Al)6(Si,Al)4O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος σχηματίζοντας πλακώδεις ή λεπιδώδεις κρυστάλλους. Το χρώμα του είναι συνήθως κυανοπράσινο,… …   Dictionary of Greek

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • λιάσιο — Γεωλογική υποπερίοδος της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, η οποία ονομάζεται επίσης και κατώτερο ιουρασικό. Το λ. αντιπροσωπεύεται λιθολογικά από ασβεστόλιθους, από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και από μάργες, ενώ χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • τιρολέζικος — η, ο, Ν [Τιρολέζος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Τιρόλο ή στους Τιρολέζους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”